-
1 κενό
[юно] ουσ. о. пустота, пробел.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κενό
-
2 пробел
пробелм1. (в тексте) τό κενό[ν], τό διάστημα:оставлять \пробелы ἀφήνω κενά·2. (недостаток) τό κενό[ν], τό ἐλάττωμα, ἡ ἔλλειψη [-ις]:\пробел в знаниях κενό στίς γνώσεις·3. полигр. τό κενό[ν]. -
3 пробел
-а α.1. κενό (κειμένου).(τυπγρ.) διάστημα.2. κενό, χάσμα•пробел в образовании κενό στη μόρφωση•
пополнить -ы συμπληρώνω τα κενά.
-
4 пустота
1. (пустое, ничем не заполненное пространство) το κενό 2. тех. (полое место внутри сплошного материала) το κενό, η κοιλότητα, το κοίλωμα торричеллиева - του Τοριτσέλι, το τορικέλιο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пустота
-
5 пробел
пробел м 1) (в тексте) το κενό 2) (недостаток) το ελάττωμα* * *м1) ( в тексте) το κενό2) ( недостаток) το ελάττωμα -
6 пропуск
пропуск м 1) (документ ) η άδεια 2) (в тексте) η παράλειψη, το κενό 3) (занятий и т. п.) η απουσία* * *м1) ( документ) η άδεια2) ( в тексте) η παράλειψη, το κενό3) (занятий и т. п.) η απουσία -
7 пространство
пространство с η έκταση· το διάστημα (космическое) · безвоздушное \пространство το κενό' воздушное \пространство ο εναέριος χώρος* * *сη έκταση; το διάστημα ( космическое)безвозду́шное простра́нство — το κενό
возду́шное простра́нство — ο εναέριος χώρος
-
8 яма
-
9 пробел
[πραμπιέλ] ουσ. α κενό, ελλάτωμα, έλλειψη, (τυπ.) κενό -
10 пробел
[πραμπιέλ] ουσ α κενό, ελλάτωμα, έλλειψη, (τυπ) κενό -
11 лакуна
-ы θ.1. κενό μεταξύ ιστών ή οργάνων του σώματος.2. κενό, χάσμα σε κείμενο συγγραφέα. -
12 пустота
-ы θ.1. το κενό, κενότητα, ανυπαρξία.2. το ουράνιο διάστημα.3. μτφ. έλλειψη, ανυπαρξία.4. (τεχ.) το κενό•-ты в чугунном лить τα κενά στο χυτοσίδερο.
-
13 балласт
1. мор. το έρμα, разг. η σαβούρα (ξεν.)в - е υπό το -, το κενό του φορτίουпринимать - ερματίζω, παίρνω το -2. ж.-д. το έρμα (χαλίκι/άμμος) ερμόστρωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балласт
-
14 бель
текст. το κενό/ελάττωμα στον χρωματισμό του υφάσματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бель
-
15 брешь
το ρήγμα, το χάσμα, το κενό, η ρωγμή, το διάκενοзакрывать - κλείνω το -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брешь
-
16 вакуум
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуум
-
17 вакуумирование
1. (обработка под вакуумом) η κατεργασία μέσα στο κενό 2. (бе-тона) η απορρόφηση ύδατος από το μ(ε)ίγμα μέσω του κενού 3. (стали) η αφαίρεση αερίων από τον υγρό χάλυβα μέσω του κενούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуумирование
-
18 вакуумировать
1. (обрабатывать под вакуумом) κατεργάζομαι μέσα στο κενό 2. (откачивать) απορροφώ/αφαιρώ μέσω του κενού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуумировать
-
19 вакуум-розлив
η πλήρωση σε κενό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуум-розлив
-
20 испарение
η εξάτμισ/η, η ατμοποίηση, η αναθυμίασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испарение
См. также в других словарях:
κενό — (Φυσ.) Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδειχθεί ένας συγκεκριμένος χώρος (ιδιαίτερα ένα κλειστό δοχείο), όπου η πυκνότητα της ύλης είναι πολύ χαμηλή. Στο εργαστήριο, η μέτρηση του κ. οδηγεί σε μια μέτρηση της πίεσης του αερίου που παραμένει στο … Dictionary of Greek
Κενό, Ρεϊμόν — (Raymond Queneau, Χάβρη 1903 – 1976). Γάλλος συγγραφέας. Το 1920 πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει φιλοσοφία. Έλαβε μέρος στο υπερρεαλιστικό (1924 29) και σε άλλα πρωτοποριακά κινήματα, χωρίς να εγκαταλείψει τα φιλοσοφικά και επιστημονικά… … Dictionary of Greek
κενό — το κενός χώρος, χάσμα, έλλειψη: Διορίζονται χίλιοι καθηγητές για να συμπληρώσουν τα κενά που υπάρχουν στη Μέση Εκπαίδευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek
κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
γυμνό σωμάτιο — Ονομασία ενός υποθετικού και καθαρά αδρανούς σωματίου που το ξεχωρίζει από το αληθινό φυσικό σωμάτιο ντυμένο σωμάτιο. Η ονομασία αυτή έχει δοθεί κατ’ αναλογία προς το αφύσικο γυμνό κενό που διακρίνεται από το φυσικό κενό, δηλαδή τον χώρο που… … Dictionary of Greek
εκχυλίσματα — Προϊόντα φυτικής ή ζωικής προέλευσης, τα οποία προέρχονται από τους φλοιούς, τα ξύλα (τανικά ε.), από εξάτμιση των χυμών ή από τα διαλύματα ορισμένων ουσιών (φαρμακευτικά και θρεπτικά ε.). Τα δραστικά συστατικά που περιέχονται στα φαρμακευτικά ε … Dictionary of Greek
ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek